Εισηγμένοι εμπορικοί αμφορείς

Οι εμπορικοί αμφορείς αποτελούν αποκλειστικά χρηστικά αγγεία, συνήθως χωρίς διακόσμηση, τα οποία παράγονταν μαζικά σε ολόκληρη τη λεκάνη της Μεσογείου και τον Εύξεινο Πόντο, έχοντας ως κύριο σκοπό τη μεταφορά πρωτίστως υγρών (κρασί, λάδι) αλλά και στερεών προϊόντων (παστά ψάρια, σάλτσες ψαριών, αποξηραμένα φρούτα, ξηροί καρποί, ελιές κ.ά.). Συχνά, εντοπίζονται σε μεγάλες ποσότητες στις ανασκαφές οικισμών, καθώς η παρουσία τους συνδέεται με την εισαγωγή και κατανάλωση συγκεκριμένων αγροτικών ή άλλων προϊόντων και κατ’ επέκταση με τις διατροφικές συνθήκες των κατοίκων. Η παραγωγή τους είναι σε άμεση συνάρτηση με την ύπαρξη αγροτικού πλεονάσματος και τη διάθεσή του – εμπορική προώθηση σε άλλα κέντρα κατανάλωσης. Επιπλέον, οι μεγάλες ποσότητες αμφορέων που προέρχονται από ναυάγια αρχαίων πλοίων σε ολόκληρη τη Μεσόγειο είναι ενδεικτική ότι το τυποποιημένο τους σχήμα διευκόλυνε την χρήση τους ως μεταφορικά σκεύη, κάτι αντίστοιχο με τα σημερινά containers. Όταν οι αμφορείς έφθαναν στον τελικό τους προορισμό, σε περίπτωση που άδειαζαν αμέσως το αρχικό τους προϊόν, θα μπορούσαν να επαναχρησιμοποιηθούν και ως αποθηκευτικά αγγεία σε καταστήματα ή οικίες.

 

Η αρχή της παραγωγής των λεγόμενου ελληνικού τύπου εμπορικών αμφορέων (οι δύο άλλοι γενικοί τύποι είναι ο ετρουσκικός και ο φοινικικός-καρχηδονιακός) ανάγεται τουλάχιστον στα μέσα του 8ου αι. π.Χ. η μεγάλη όμως αύξηση της παραγωγής τους παρατηρείται στους κλασικούς και ελληνιστικούς χρόνους, όταν και δραστηριοποιούνται περισσότερο έντονα τα μεγάλα οινοπαραγωγικά κέντρα, αρχικά του βόρειου Αιγαίου (Μένδη, Θάσος, Άκανθος, Πεπάρηθος, Ίκος, Σαμοθράκη) και στη συνέχεια του νοτιοανατολικού (Ρόδος, Κνίδος, Κως), με τα φημισμένα προϊόντα τους να κατακλύζουν τις αγορές όλης της Μεσογείου και του Εύξεινου Πόντου.

Η πανεπιστημιακή ανασκαφική έρευνα που διεξάγεται από το 1994 στο Καραμπουρνάκι, έχει φέρει στο φως μέρος ενός ιδιαίτερα σημαντικού οικισμού με έντονο εμπορικό χαρακτήρα. Τα περισσότερα από τα ποικίλα οικοδομικά λείψανα που εντοπίσθηκαν, χρονολογούνται στους αρχαϊκούς χρόνου. Κάποιοι από τους χώρους αυτών των κτηρίων χρησίμευαν ως αποθηκευτικοί, όπως υποδηλώνεται από την παρουσία πιθαριών αλλά και ιδιαίτερα τον μεγάλο αριθμό εμπορικών αμφορέων (ακέραιων ή αποσπασματικών). Αμφορείς εντοπίζονται επίσης στις γνωστές ημιυπόγειες κυψελόμορφες και σπανιότερα ορθογώνιες κατασκευές που ερμηνεύονται ως  αποθηκευτικοί χώροι. Τα αγγεία αυτά προορίζονταν κυρίως για το εμπόριο λαδιού και κρασιού, χωρίς όμως να αποκλείεται και η μεταφορά αρκετών άλλων προϊόντων. Κατά τους αρχαϊκούς χρόνους (7ος – 6ος αι. π.Χ.) οι αμφορείς προέρχονται κυρίως από τη Βόρεια Ιωνία (Χίος, Κλαζομενές, Ερυθρές), την κεντρική Ιωνία (Σάμος, ευρύτερη περιοχή της Μιλήτου), τη Νότια Ιωνία, την Αιολία (Λέσβος), αλλά και την Νότια Ηπειρωτική Ελλάδα, κυρίως από την Αττική, την Κόρινθο και σπανιότερα τη Λακωνία. Από τα τέλη του 6ου και στις αρχές του 5ου αι., χαρακτηριστική είναι η έντονη παρουσία των λεγόμενων αμφορέων του Βορείου Αιγαίου, που προέρχονται από τα κοντινά εργαστήρια της χερσονήσου της Κασσάνδρας (π.χ. Μένδη), ίσως τη Σιθωνία, αλλά και από την περιοχή του Στρυμονικού κόλπου (π.χ. Άκανθος), θασιακή περαία και ανατολική Μακεδονία και Θράκη. Λίγα σχετικά είναι τα δείγματα αμφορέων που χρονολογούνται στο βʹ μισό του 5ου και στον 4ο αι. π.Χ., γεγονός που πιθανότατα σχετίζεται με τις μεταγενέστερες επεμβάσεις στο χώρο του οικισμού κυρίως στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αι., οι οποίες και προξένησαν αρκετές καταστροφές. Αρκετά συχνά σε ορισμένους αμφορείς απαντούν γραπτές (dipinti) ή εγχάρακτες (graffiti) επιγραφές και σύμβολα που σχετίζονται με την εμπορική τους χρήση.

Δρ Κώστας Φίλης

Εφορεία Αρχαιοτήτων Αχαΐας