Τα πρωιμότερα δείγματα γραπτής κεραμικής της ΠΕΣ από τον αρχαίο οικισμό στο Καραμπουρνάκι εντάσσονται στη Μέση και Ύστερη Πρωτογεωμετρική Περίοδο. Πρόκειται για λίγα θραύσματα κυπέλλων με τεθλασμένη στο χείλος, όμοια με αυτά που έχουν βρεθεί στην Εύβοια, στην Αττική, στην Αργολίδα, στη Νέα Ιωνία και αλλού. Η μακροσκοπική παρατήρηση των οστράκων υποδεικνύει πιθανότατα ευβοϊκό εργαστήριο. Κοντά στο τέλος των Πρωτογεωμετρικών χρόνων θα μπορούσε να χρονολογηθεί τμήμα ενός κρατήρα εγχώριου εργαστηρίου, διακοσμημένου με ομάδες κρεμαστών ημικυκλίων και οριζόντιες κυματοειδείς γραμμές. Σχετικά λιγοστά είναι και τα θραύσματα κανθάρων θεσσαλο-μακεδονικού τύπου με τεθλασμένη στο χείλος. Η παραγωγή των συγκεκριμένων κανθάρων, οι οποίοι προέρχονται από εργαστήρια του ΒΔ Αιγαίου, τοποθετείται ανάμεσα στην Ύστερη ΠρΓ και την ΥπΠρΓ ΙΙ. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα θραύσματα ενός κλειστού αγγείου, αμφορίσκου ή οινοχόης, που διακοσμείται με διάγραμμα τρίγωνα. Το αγγείο προέρχεται πιθανότατα από εργαστήριο του θεσσαλικού Κεραμεικού και μπορεί να χρονολογηθεί μεταξύ της Ύστερης ΠρΓ και της ΥπΠρΓ ΙΙΙα.
Ο 9ος αι. π.Χ. (ΥπΠρΓ Ι-ΙΙΙα) αντιπροσωπεύεται από σχετικά λιγοστά όστρακα, προερχόμενα κυρίως από ευβοϊκούς και ντόπιους σκύφους με κρεμαστά ημικύκλια τύπου 2 και 3. Στον ίδιο αιώνα, και πιο συγκεκριμένα στην ΠΓ ΙΙ ή ΜΓ Ι, χρονολογούνται με επιφύλαξη και δύο συνανήκοντα όστρακα, τμήματα μιας αττικίζουσας γεωμετρικής ευρυπύθμενης οινοχόης με πολλαπλές τεθλασμένες στο λαιμό, πιθανόν ευβοϊκής προέλευσης.
Στον 8ο αι. π.Χ. και ιδιαίτερα στο β΄ μισό του παρατηρείται μια ποσοτική αύξηση της εισαγμένης και ντόπιας γραπτής κεραμικής. Κατά τη διάρκεια του α΄ μισού (ΥπΠρΓ ΙΙΙβ/ΜΓ ΙΙ) υπερισχύουν οι σκύφοι με κρεμαστά ημικύκλια τύπου 4, 5 και 6, ευβοϊκής και εγχώριας παραγωγής, ενώ αρκετά σημαντική είναι και η παρουσία αττικίζουσας γεωμετρικής κεραμικής, η οποία προέρχεται στην πλειονότητά της από την Εύβοια. Ενδεικτικά παραδείγματα αποτελούν θραύσματα κρατήρων τύπου ΙΙ με διάγραμμο μαίανδρο, σκύφων και κανθάρων με στιγμές ή ταινίες στο χείλος, που διακοσμούνται στο σώμα με διάγραμμο μαίανδρο ή μαίανδρο-άγκιστρο, σκύφων με πολλαπλές τεθλασμένες στο σώμα και λαβών κανθάρων. Στην ΥπΠρΓ ΙΙΙβ και ΥΓ Ι ανήκουν ορισμένα θραύσματα εισαγμένων ευβοϊκών και ντόπιων ανοιχτών αγγείων με τη χαρακτηριστική διακόσμηση των λοξών αντιθετικών γραμμών, μεταξύ των οποίων δημιουργούνται τριγωνικά διάχωρα.
Στο β΄ του 8ου αι. (ΥΓ περίοδος), τα ευβοϊκά αγγεία συνεχίζουν να κατέχουν, και μάλιστα με μεγάλη διαφορά, την πρώτη θέση ανάμεσα στην εισαγμένη κεραμική. Μερικά από τα πιο χαρακτηριστικά ευβοϊκά υστερογεωμετρικά αγγεία που απαντούν συχνά στον οικισμό είναι οι σκύφοι με ψηλό, σχεδόν κάθετο χείλος, το οποίο διακοσμείται με ταινίες, ομάδες ομόκεντρων κύκλων, παχιές στιγμές ή παχιά γραμμίδια και στικτό διχτυωτό. Στο σώμα κυριαρχεί το σύστημα των «μετοπών», οι οποίες διακοσμούνται ποικιλοτρόπως (π.χ. με πτηνά, οριζόντιες τεθλασμένες, ομόκεντρους κύκλους, τετράφυλλους ρόδακες). Σπανιότερη είναι η παρουσία των ευβοϊκών κυπέλλων με επάλληλες κατακόρυφες ή λοξές γραμμές που καλύπτουν ολόκληρη την επιφάνεια των αγγείων. Τα τελευταία, μαζί με τους σκύφους με στικτό διχτυωτό στο χείλος εμφανίζονται προς το τέλος της ΥΓ περιόδου, ενώ οι υπόλοιπες υποκατηγορίες που αναφέρθηκαν παράγονται καθ’ όλη τη διάρκειά της. Στην ΥΓ περίοδο εντάσσονται επίσης και τα λιγοστά παραδείγματα σκύφων με ενάλληλες γωνίες, άγνωστης προέλευσης. Σημαντικός, τέλος, είναι ο αριθμός θραυσμάτων που προέρχονται από ευβοϊκά και εγχώριας παραγωγής ανοιχτά αγγεία (κυρίως σκύφους και σκυφοειδείς κρατήρες) τα οποία διακοσμούνται με συστάδες κατακόρυφων γραμμών που ορίζουν τετράγωνα ή ορθογώνια διάχωρα. Τα συγκεκριμένα αγγεία τοποθετούνται ως επί το πλείστον στην ΥΓ Ι.
Από τα τελευταία χρόνια της ΥΓ και τις αρχές της Αρχαϊκής Περιόδου επιβεβαιώνεται στον οικισμό η παρουσία κεραμικής και από άλλες περιοχές, εντός και εκτός Ελλάδας, κυρίως από διάφορα τμήματα του ανατολικού Αιγαίου, την Αττική, τις Κυκλάδες, την Κύπρο και τις συροπαλαιστινιακές ακτές, ενώ παράλληλα διαπιστώνεται μείωση των ευβοϊκών προϊόντων.
Δίπλα στην εισαγμένη κεραμική της ΠΕΣ και τα ντόπια αγγεία που αντιγράφουν πιστά τα ευβοϊκά ΥπΠρΓ πρότυπα, στον 8ο αι. π.Χ. κάνουν την εμφάνισή τους και ορισμένες νέες Ομάδες εγχώριας κεραμικής, που συχνά συνδυάζουν στοιχεία από τη μακεδονική παράδοση, κυρίως ως προς τους τύπους των αγγείων, με στοιχεία δανεισμένα από το διαδεδομένο ΥπΠρΓ στιλ, δημιουργώντας με αυτόν τον τρόπο έναν ιδιαίτερο και αυτόνομο τοπικό χαρακτήρα.
Ένας ιδιαίτερα μεγάλος αριθμός θραυσμάτων προέρχεται από ΥπΠρΓ αμφορείς με κάθετες λαβές. Δύο από τα βασικά γνωρίσματα είναι ο χονδρόκοκκος πηλός και η διακόσμησή τους κυρίως με ομάδες ομόκεντρων κύκλων και πιο σπάνια με διχτυωτά τρίγωνα ή ομάδες ιστάμενων ημικυκλίων. Κέντρα παραγωγής αυτών των αμφορέων, οι οποίοι χρονολογούνται από το τέλος της ΥπΠρΓ ΙΙΙβ μέχρι και το τέλος των ΥΓ χρόνων ή τις αρχές του 7ου αι. π.Χ., εντοπίστηκαν στη Μένδη και στην Τορώνη, ενώ πιθανότατα κατασκευάζονταν και στη Σίνδο, όπου έχει βρεθεί μεγάλη ποσότητα θραυσμάτων.