Ένα από τα πιο σημαντικά έργα που έχει αναλάβει το Τμήμα Πολιτισμού και Δημιουργικών Βιομηχανιών του ΙΕΛ/ΕΚ Αθηνά και συνδυάζει τη χρήση πολλών εφαρμογών (δηλαδή ψηφιοποίηση, βάση δεδομένων, 3D, GIS, διαδίκτυο) είναι το πρόγραμμα “Καραμπουρνάκι: καταγράφοντας το παρελθόν”. Πρόκειται για την ψηφιοποίηση και την παρουσίαση στο διαδίκτυο της πανεπιστημιακής ανασκαφής που διενεργείται στο Καραμπουρνάκι Θεσσαλονίκης υπό τη διεύθυνση των δρ. Ε. Μανακίδου και δρ. Δ. Τσιαφάκη. Το σύνολο των ανασκαφικών δεδομένων παρουσιάζεται μέσα από κείμενα, φωτογραφίες και σχέδια, από τα ημερολόγια της ανασκαφής που έχουν ψηφιοποιηθεί για τον σκοπό αυτό, αλλά και μέσα από μια βάση δεδομένων που έχει σχεδιαστεί για την πλήρη καταγραφή του συνόλου των αρχαιολογικών ευρημάτων. Παράλληλα πραγματοποιήθηκαν τρισδιάστατες αναπαραστάσεις αντικειμένων, αλλά και η χρήση GIS για την αποκατάσταση του ανασκαφικού χώρου και τη διερεύνηση των σχέσεών του με τη γύρω περιοχή.

Ιστορικό έρευνας

Ο χώρος ήταν ήδη γνωστός από τον 19ο αιώνα και οι παλαιότερες αρχαιολογικές έρευνες έγιναν κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Γαλλικά, Βρετανικά και Ρωσικά στρατεύματα που ήταν στρατοπεδευμένα στο Καραμπουρνάκι κατά το διάστημα της παγκόσμιας αυτής σύρραξης έκαναν ανασκαφικές έρευνες στα νεκροταφεία του αρχαίου οικισμού (εικ.1, εικ.2). Με την καθοδήγηση του αρχαιολόγου L. Rey, άνδρες του Γαλλικού στρατού ανέσκαψαν 26 τάφους (εικ.3, εικ.4, εικ.5) που περιείχαν κτερίσματα του δεύτερου μισού του 6ου αι. π.Χ. και του 5ου αι. π.Χ. (εικ.6). Οι Βρετανοί αποκάλυψαν τρεις λάρνακες, ενώ μερικούς ακόμη τάφους έσκαψαν και οι Ρώσοι. Τα ευρήματα περιλάμβαναν χρυσά και αργυρά κοσμήματα, χάλκινα και σιδερένια όπλα (εικ.7), πήλινα ειδώλια και χάλκινα και πήλινα αγγεία (εικ.8). Ένα μέρος των ευρημάτων βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Θεσσαλονίκης, ενώ άλλα μεταφέρθηκαν στο Παρίσι και το Λονδίνο όπου φυλάσσονται αντίστοιχα στο Λούβρο και το Βρετανικό Μουσείο. Δεν υπάρχει καμία πληροφορία για τα ευρήματα των Ρώσων.

εικ.1

Το 1930 ο Κ. Ρωμαίος, καθ. της κλασικής αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, πραγματοποίησε μία σύντομη ανασκαφική έρευνα στην κορυφή της τούμπας. Η ανασκαφή αυτή έφερε στο φως τμήματα του αρχαίου οικισμού (αποθηκευτικούς χώρους, τμήματα οικιών) μαζί με άφθονη κεραμική, ντόπια και εισαγμένη (αττικά, κορινθιακά, αν. Ελλάδος κτλ.), που χρονολογείται από τον 8ο έως τον 5ο αι. π.Χ.

Το 1954 κατά τις εργασίες της διάνοιξης της παραλιακής οδού που συνδέει τη Θεσσαλονίκη με τη Νέα Κρήνη (Αρετσού) ήρθαν στο φως ενδιαφέροντα ευρήματα. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει μία χάλκινη υδρία του 5ου αι. π.Χ. (εικ.8, εικ.9), έπαθλο των αγώνων που καθιέρωσαν οι Αθηναίοι με αφορμή τους νικηφόρους Περσικούς Πολέμους, όπως αναφέρεται στην επιγραφή που βρίσκεται στο χείλος της.

Η πανεπιστημιακή ανασκαφή

Η συστηματική διερεύνηση του χώρου ξεκίνησε το 1994. Το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, υπό τη διεύθυνση του καθ. Μ. Τιβέριου και των συνεργατών του δρ. Ε. Μανακίδου και δρ. Δ. Τσιαφάκη, ανέλαβε την αρχαιολογική έρευνα της τούμπας (εικ.10, εικ.11, εικ.12), η οποία συνεχίζεται έως σήμερα. Μετά τη συνταξιοδότηση του καθ. Μ. Τιβέριου τη διεύθυνση της ανασκαφής ανέλαβαν η καθ. Ε. Μανακίδου (ΑΠΘ) και η Διευθύντρια Ερευνών Δ. Τσιαφάκη (Ε.Κ. «Αθηνά»). Αρχαιολογικές εργασίες στην υπόλοιπη περιοχή του αρχαιολογικού χώρου που περιλαμβάνει τα νεκροταφεία και τη διπλανή τράπεζα, διεξήγαγε για δύο χρόνια (1994-1995) και η αρχαιολογική υπηρεσία με την ΙΣΤ’ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων.

Η πανεπιστημιακή αρχαιολογική έρευνα είναι ετήσια και διεξάγεται κατά τους θερινούς μήνες. Σημαντικό επιδιωκόμενο στόχο της αποτελεί και η εκπαίδευση των φοιτητών. Δεκάδες προπτυχιακοί και μεταπτυχιακοί φοιτητές λαμβάνουν μέρος στις ετήσιες έρευνες (εικ.13, εικ.14, εικ.15, εικ.16-18). Οι περισσότεροι προέρχονται από το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ αλλά ορισμένοι και από άλλα Πανεπιστήμια τόσο της Ελλάδος όσο και του εξωτερικού. Για τις ανάγκες ταξινόμησης, καταγραφής, σχεδίασης και φωτογράφησης των ευρημάτων χρησιμοποιείται το διώροφο παλαιό κτηνιατρείο του στρατού, το οποίο παραχωρήθηκε στο Πανεπιστήμιο από την Κτηματική Εταιρεία του Δημοσίου και επισκευάστηκε και εξοπλίστηκε με χρηματοδότηση που δόθηκε από το Πανεπιστήμιο και από ιδιώτες. Στον ίδιο χώρο γίνεται και η άσκηση των φοιτητών στις νέες τεχνολογίες (βάση δεδομένων, 3D απεικονίσεις κτλ.) που αναπτύσσονται για τις ανάγκες τις ανασκαφής από το Ερευνητικό Κέντρο «Αθηνά», Παράρτημα Ξάνθης.

εικ.16-18

Η πολύχρονη κατοχή του χώρου από τον στρατό σε συνδυασμό με την ανέγερση διάφορων στρατιωτικών κτηρίων, προκάλεσε μεγάλη διατάραξη και καταστροφή στον αρχαίο οικισμό, καθώς η περιοχή χρησιμοποιήθηκε ως στρατόπεδο μέχρι και το 1989 συνεχώς. Καταστροφική υπήρξε και η χρήση του χώρου ως νεκροταφείου αλόγων του ελληνικού ιππικού και στη συνέχεια του Ιππικού Ομίλου Καλαμαριάς, μέχρι και το 1986 (εικ.19). Μεγάλος αριθμός ευρημάτων που χρονολογούνται στον 20ο αιώνα αποκαλύπτονται σε όλο τον αρχαιολογικό χώρο (εικ.20).

Στην αρχαιότητα η εγκατάσταση στον χώρο ήταν πιθανότατα συνεχής από την Ύστερη Εποχή του Χαλκού μέχρι και τα Ρωμαϊκά χρόνια. Η ακμή του οικισμού παρατηρείται στην Αρχαϊκή περίοδο (7ος-6ος αι. π.Χ.). Τμήμα του οικισμού προς τη θάλασσα βρίσκεται σήμερα κάτω από το νερό (εικ.21).

Οι πανεπιστημιακές ανασκαφές αποκαλύπτουν κυρίως αρχαϊκές οικίες (εικ.22, εικ.23). Οι αποθηκευτικοί χώροι που περιέχουν σημαντικό αριθμό πίθων αποτελούν βασικό χαρακτηριστικό τους (εικ.24), όπως και οι ημιυπόγειες κυψελόμορφες κατασκευές (υπόσκαπτα) (εικ.25). Αντικείμενα οικιακής χρήσης και κυρίως κεραμική (ντόπια και εισαγμένη) αποκαλύπτονται σε μεγάλες ποσότητες. Τα εισαγμένα αγγεία προέρχονται από όλα τα γνωστά κεραμικά κέντρα της αρχαιότητας (π.χ. Κόρινθο, Αθήνα, Εύβοια, Χίο και πολλά άλλα μέρη της Ανατολικής Ελλάδας). Σημαντικός είναι και ο αριθμός των εμπορικών αμφορέων για μεταφορά ελαιόλαδου και κρασιού. Η προέλευσή τους από πολλά μέρη υποδηλώνει το μεγάλο εύρος των επαφών που είχαν οι κάτοικοι στο Καραμπουρνάκι με τον αρχαίο ελληνικό κόσμο.